- ακέριος, -ια, -ιο
- βλ. ακέραιος, -η, -ο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακέριος — ια, ιο ο ακέραιος* … Dictionary of Greek
ακέραιος — Ολόκληρος, πλήρης, ανέπαφος, σώος· ανόθευτος, άδολος, τίμιος. (Μαθημ.) Α. αριθμός. Οι α. θετικοί ή φυσικοί αριθμοί αποτελούν ένα από τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης και πρέπει να θεωρούνται προμαθηματικές έννοιες που έχουν αποκτηθεί από… … Dictionary of Greek
ατελής — Γένος πλατύρρινων πιθήκων της τάξης των πρωτευόντων θηλαστικών. Περιλαμβάνει διάφορα είδη, που ζουν στην Κεντρική και Νότια Αμερική κατ’ αγέλες στα ισημερινά δάση. Ένα είδος που ζει στη Βραζιλία (ateles paniscus) έχει σώμα λεπτό, μικρό κεφάλι,… … Dictionary of Greek
πλέριος — α, ο, Ν πλήρης. επίρρ... πλέρια πλήρως. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλήρης, κατά το ακέριος] … Dictionary of Greek
ώριος — (I) ον, Α νυχτερινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦρος «ύπνος» (αλλά και ὤρος ἡ νύξ, Ησύχ.)]. (II) ον, Α δωρ. τ. τού ούριος (Ι). (III) ία, ον, θηλ. και ος, Α [ὥρα] (ποιητ. τ.) 1. (κυρίως για καρπούς) αυτός που παράγεται την κατάλληλη εποχή τού έτους 2. (για… … Dictionary of Greek
άρτιος — α, ο 1. τέλειος, πλήρης, ακέριος: Η μελέτη σου για τα δάση της Μακεδονίας είναι σχεδόν άρτια. 2. (για αριθμούς), ζυγός, που διαιρείται με το δύο (αντίθ. περιττός): Το οκτώ είναι αριθμός άρτιος. 3. το ουδ. ως ουσ., το άρτιο ολόκληρη η αξία κάποιου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδιαμοίραστος — η, ο αμοίραστος, ακέριος: Από την πατρική περιουσία έμεινε αδιαμοίραστο μονάχα το ελαιοτριβείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακέραιος, -η, -ο — και ακέριος, ια, ιο 1. αυτός από τον οποίο δε λείπει τίποτε, σώος, άβλαφτος: Φτάσαμε στον προορισμό μας σώοι κι ακέραιοι. 2. τίμιος, άδολος: Ξέρω πως είναι άνθρωπος ακέραιος. 3. (στην αριθμητική), «ακέραιος αριθμός» λέγεται αυτός που δείχνει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ολάκερος — η, ο ολόκληρος, ακέριος: Πώς άντεξε χωρίς νερό ολάκερη τη μέρα; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ολόγερος — η, ο 1. (για πράγματα), ο ακέριος, ο ολόκληρος, ο χωρίς βλάβη. 2. (για πρόσωπα), ο ολότελα υγιής, ο υγιέστατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)